- ἀκολόβωτος
- ἀκολόβωτος, ον,A not curtailed, Eust.727.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκολόβωτος — not curtailed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολόβωτος — η, ο [κολοβώνω] αυτός που δεν έχει υποστεί κολόβωση, δηλ. μείωση, περιορισμό … Dictionary of Greek
ακολόβωτος — η, ο αυτός που δεν κολοβώθηκε ακέραιος: Από το θείο τους πήραν ακολόβωτη την περιουσία του πατέρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολόβωτον — ἀκολόβωτος not curtailed masc/fem acc sg ἀκολόβωτος not curtailed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)